- στρώσαντες
- στόρεννυμιaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
настьлати — (1*), НАСТЕЛ|Ю, ЕТЬ гл. Настлать, постелить: одръ бо не в которемь вертоградѣ настьлавше и ста(г) на немь привѧзавше, оставиша ѥмѹ блѹдницю. (στρώσαντες) ΓΑ XIII–XIV, 201б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… … Dictionary of Greek